- ἆορ
- ἆ̱ορ , ἄορhangerneut voc sg (epic)ἆ̱ορ , ἄορhangerneut acc sg (epic)ἆ̱ορ , ἄορhangerneut nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άορ — ἄορ κ. ἆορ, το (Α) 1. εγχειρίδιο ή ξίφος κρεμασμένο από τη ζώνη 2. ξίφος 3. κάθε όπλο 4. φρ. «ἄορ τριγλώχιν» τρίαινα (Καλλίμαχος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αείρω αρχ. σημασία «ζωστήρας όπλου». Το ο του θεμ. αποτελεί συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα της… … Dictionary of Greek
ἄορ — hanger neut voc sg ἄορ hanger neut acc sg ἄορ hanger neut nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθετί — (αόρ. αντων.) οτιδήποτε, κάθε πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάθε + τι (ουδ. τής αρχ. αόρ. αντων. τις, τι)] … Dictionary of Greek
κακοφαίνεται — αόρ. (ε)κακοφάνη και κακοφάνηκε (Μ κακοφαίνεται, αόρ. [ἐ]κακοφάνη και [ἐ]κακοφάνηκε) απρόσ. 1. βλέπω κάτι με δυσαρέσκεια, δεν μού φαίνεται καλό, δεν μού αρέσει κάτι, μέ δυσαρεστεί («τού κακοφάνηκε ο τρόπος σου») 2. μέ στενοχωρεί, μέ λυπεί κάτι 3 … Dictionary of Greek
ἀόρων — ἄορ hanger neut gen pl ἀ̱όρων , ἄορ hanger neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄορα — ἄορ hanger neut nom/voc/acc pl ἄ̱ορα , ἄορ hanger neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄορι — ἄορ hanger neut dat sg ἄ̱ορι , ἄορ hanger neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄορος — ἄορ hanger neut gen sg ἄ̱ορος , ἄορ hanger neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄορσιν — ἄορ hanger neut dat pl ἄ̱ορσιν , ἄορ hanger neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είδα — αόρ. του βλέπω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)